νηστείᾳ

νηστείᾳ
νηστείᾱͅ , νηστεία
fast
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νηστεία — νηστείᾱ , νηστεία fast fem nom/voc/acc dual νηστείᾱ , νηστεία fast fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

  • νηστεία — η 1. αποχή από φαγητό, ασιτία: Εξαντλήθηκε από τη νηστεία. 2. αποχή από ορισμένες τροφές που επιβάλλει η εκκλησία: Το Δεκαπενταύγουστο έχουμε νηστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηστείας — νηστείᾱς , νηστεία fast fem acc pl νηστείᾱς , νηστεία fast fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείαι — νηστείᾱͅ , νηστεία fast fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείαν — νηστείᾱν , νηστεία fast fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστειῶν — νηστεία fast fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστεῖαι — νηστεία fast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείαις — νηστεία fast fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστείη — νηστεία fast fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”